- φαράδιο
- τοβλ. φαράντ.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
φαράδιο — και φαράδ, το, Ν (παλ. τ.) βλ. φαράντ … Dictionary of Greek
φαράντ — και παλ. τ. φαράδ και φαράδιο, το, Ν άκλ. μετρολ. μονάδα μέτρησης τής ηλεκτρικής χωρητικότητας στο διεθνές σύστημα μονάδων, η οποία ισούται με την ηλεκτρική χωρητικότητα ενός πυκνωτή ο οποίος παρουσιάζει μεταξύ τών οπλισμών του διαφορά δυναμικού… … Dictionary of Greek
φαραδίζω — και φαραντίζω Ν [φαράδιο / φαράντ] ιατρ. θεραπεύω με φαραδισμό … Dictionary of Greek
φαραδικός — ή, ό, Ν [φαράδιο] 1. ο σχετικός με τη θεωρία και τις ανακαλύψεις τού Φαραντέυ 2. φρ. «φαραδικό ρεύμα» διακοπτόμενο ασύμμετρο εναλλασσόμενο ηλεκτρικό ρεύμα υψηλής τάσης που παράγεται στο δευτερεύον πηνίο ενός επαγωγέα … Dictionary of Greek
φαράντ — το άκλ. (λ. αγγλ. από το όν. του Bρετανού φυσικού Faraday), ή φαράδιο, το μονάδα ηλεκτρικής χωρητικότητας (σύμβολο F) … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
φαραδικός — ή, ό αυτός που έχει σχέση με ηλεκτρικό ρεύμα από επαγωγή, ο σχετικός με το φαραδισμό ή το φαράδιο (βλ. λ.) … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)